αβόλετος
(επίθ.)
αβόλετος
[aˈvoletos]
Σινασσ.
αβούλετος
[aˈvuletos]
Σινασσ.
Από το στερητ. πρόθμ. α- και το επίθ. βολετός, όπου και ήδη μεσν. τύπ. βουλετός.
Πβ.
βολετός
1. Αυτός που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, ακατόρθωτος.