ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβόλετος (επίθ.) αβόλετος [aˈvoletos] Σινασσ. αβούλετος [aˈvuletos] Σινασσ. Από το στερητ. πρόθμ. α- και το επίθ. βολετός, όπου και ήδη μεσν. τύπ. βουλετός. Πβ. βολετός
1. Αυτός που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, ακατόρθωτος.
2. Δυσάρεστος ή δυσμενής. Συνών. γιαγίρι, κρύος, πικρός, φενά :1, μαύρος