αβουκάτος
(ουσ. αρσ.)
αβουκάτος
[avukaˈtos]
Σινασσ., Φάρασ.
αφουκάτ’ς
[afuˈkats]
Μαλακ.
αbουκάτσ̑ης
[abuˈkatʃis]
Αραβαν.
απουκάτ’
[apuˈkat]
Μαλακ., Φάρασ.
απ͑οκ͑άτ͑’
[apʰoˈkʰatʰ]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. ἀβοκάτος και ἀβουκάτος, δάν. από την γαλλ. Πβ. και τουρκ. avukat, όπου και διαλεκτ. τύπ. abukat, apukat.
Δικηγόρος
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Αbουκάτσ̑ης αbουκάτσ̑’ δε γκρεύ’
(Ο δικηγόρος δεν θέλει δικηγόρο˙ Όποιος ξέρει καλά την δουλειά του δεν χρειάζεται συμβουλές)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αbουκάτσ̑ης εμνιέσ̑’ δε γκρεύ’
(Ο δικηγόρος εμπιστοσύνη δεν γυρεύει˙ δεν πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη στους δικηγόρους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
δικηγόρος