ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβουκάτος (ουσ. αρσ.) αβουκάτος [avukaˈtos] Σινασσ., Φάρασ. αφουκάτ’ς [afuˈkats] Μαλακ. αbουκάτσ̑ης [abuˈkatʃis] Αραβαν. απουκάτ’ [apuˈkat] Μαλακ., Φάρασ. απ͑οκ͑άτ͑’ [apʰoˈkʰatʰ] Φάρασ. Μεσν. ουσ. ἀβοκάτος και ἀβουκάτος, δάν. από την γαλλ. Πβ. και τουρκ. avukat, όπου και διαλεκτ. τύπ. abukat, apukat.
Δικηγόρος ό.π.τ. : || Παροιμ. Αbουκάτσ̑ης αbουκάτσ̑’ δε γκρεύ’ (Ο δικηγόρος δεν θέλει δικηγόρο˙ Όποιος ξέρει καλά την δουλειά του δεν χρειάζεται συμβουλές) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αbουκάτσ̑ης εμνιέσ̑’ δε γκρεύ’ (Ο δικηγόρος εμπιστοσύνη δεν γυρεύει˙ δεν πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη στους δικηγόρους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. δικηγόρος