δικηγόρος
(ουσ. αρσ.)
δικεόρος
[ðiceˈoros]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. δικηγόρος, αναλογ. προς το επίθ. δίκαιος. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Δικηγόρος
:
|| Παροιμ.
Ο δικεόρος δικεόρεψη τζ̑o 'υρεύει τα
(Ο δικηγόρος δικηγόρευση δεν θέλει˙ όταν ένας ξέρει καλά την δουλειά του, δεν χρειάζεται ο άλλος να τον συμβουλεύσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αβουκάτος