δίκασμα
(ουσ. ουδ.)
δίκασμα
[ˈðikazma]
Τροχ.
Από το αρχ. ρ. δικάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τροποποιήθηκε: 22/05/2025