δίκασμα
(ουσ. ουδ.)
δίκασμα
[ˈðikazma]
Τροχ.
Από το αρχ. ρ. δικάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Καταδίκη, τιμωρία
:
Τέσσερα λογιών δικάσματα κείνdαι: έν' πρώτα το κόλαση, ύστερα το κελέρ κουγιουσού
(Υπάρχουν τεσσάρων ειδών μεταθανάτιες τιμωρίες: είναι πρώτα η κόλαση, ύστερα το υπόγειο πηγάδι)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
τζεζά