ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίκασμα (ουσ. ουδ.) δίκασμα [ˈðikazma] Τροχ. Από το αρχ. ρ. δικάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Καταδίκη, τιμωρία : Τέσσερα λογιών δικάσματα κείνdαι: έν' πρώτα το κόλαση, ύστερα το κελέρ κουγιουσού (Υπάρχουν τεσσάρων ειδών μεταθανάτιες τιμωρίες: είναι πρώτα η κόλαση, ύστερα το υπόγειο πηγάδι) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. τζεζά