ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δικηγόρεψη (ουσ. θηλ.) δικεόρεψη [ðiceˈorepsi] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. δικηγορῶ (θ. αορ. δικηγορευσ-) = α) είμαι δικηγόρος β) μιλώ ως συνήγορος, και το παραγωγ. επίθμ. -ση.
Η υπεράσπιση από δικηγόρο : || Παροιμ. Ο δικεόρος δικεόρεψη τζ̑o 'υρεύει τα (Ο δικηγόρος δικηγόρευση δεν θέλει˙ όταν ένας ξέρει καλά την δουλειά του, δεν χρειάζεται ο άλλος να τον συμβουλεύσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. αβουκατλίκι