διβόλισμα
(ουσ. θηλ.)
διβόλισμα
[ðiˈvolizma]
Φλογ.
ντιβόλισμα
[diˈvolizma]
Μισθ.
Από το ρ. διβολίζω, όπου και τύπ. ντιβολίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και μεσν. ουσ. διβόλημα = σβάρνισμα.