διασκελίζω
(ρ.)
γρουστσ̑ελίζω
[ɣrusˈtʃelizo]
Φάρασ.
αδροσκελώ
[aðrosceˈlo]
Σινασσ.
σ̑κελώ
[ʃceˈlo]
Αξ.
ασκελώ
[asceˈlo]
Μισθ., Σινασσ.
στσ̑ι-ώ
[stʃiˈo]
Φάρασ.
Προστ.
ασκέλα
[aˈscela]
Ανακ., Μισθ.
Αόρ.
σ̑κέλ’σα
[ʃcelsa]
Φάρασ.
σ̑κέσα
[ˈʃcesa]
Φάρασ.
σ̑κέλτσα
[ˈʃceltsa]
Αξ.
ασκέλτσα
[aˈsceltsa]
Μισθ.
Mεταγν. ρ. διασκελίζομαι, όπου και τύπ. δρασκελῶ (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διασκελίζω). Οι τύπ. γρουστσελώ, αδροσκελίζω παρετυμολ. προς το επίθ. αδρός = μεγάλος. Ο τύπ. σκελίζω με επανανάλυση ως διά- > για- + σκελίζω βάσει του ουσ. σκέλι· δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ρ. σκελίζω = βάζω τρικλοποδιά και μτφ. ξεγελώ, το οπ. δεν διαθέτει ούτε διαχρονικά ούτε διατοπικά την σημ. ‘υπερπηδώ, διασκελίζω’ (βλ. LSJ, Lampe, λ. σκελίζω). To νέο ρ. σκελίζω μεσν., μαρτυρούμενο άπαξ σε ένα έγγρ. από την Κ. Ιταλία (βλ. LBG, Caracausi 1990, λ. σκελλίζω). Ο τύπ. ασκελώ με προθετ. α-. Bλ. και Dawkins (1916: 644).
1. Περνώ πάνω από κάτι, διασκελίζω
ό.π.τ.
:
Τί με ασκελάς;
(Τί με διασκελίζεις;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ασκέλα!
(Πήδα!· παρότρυνση σε έγκυο να πηδήξει πάνω από φωτιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τ' αστενάρια πέφτισ̑καν 'ς τ' Άγια απκάτ', ασκέλανέν ντα παπάς, να λιαρώσ'νι
(Οι άρρωστοι έπεφταν κάτω από τα Άγια (τον παπά με το Ευαγγέλιο ή την Θεία Κοινωνία), τους διασκέλιζε ο παπάς, για να γίνουν καλά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τζ̑ο μπορεί να στσ̑ιέσει το χενdέκι· γκαλτζ̑εύει τ’ άβου, αχτεί τα, στσ̑ιά το χενdέκι
(Δεν μπορεί να υπερπηδήσει το χαντάκι· καβαλάει το άλογο, το φτερνίζει, υπερπηδά το χαντάκι)
Φάρασ.
-Dawk.
'ποτέ κοιμάται κανείς ντέν ντo σ̑κελούν
(Όταν κοιμάται κανείς δεν πρέπει να τον διασκελίζουν· πρόληψη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Κόσμος σ̑κέλτσεν ντo κι εμείς κοντύλτσαμ' ντο
(O κοσμός το ξεπέρασε και εμείς σκοντάψαμε απάνω του˙ όταν δίνουμε σημασία σε κάτι που οι άλλοι περιφρονούν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αποσκελώ , αστιέω, ατλαντίζω :2
β.
Και μτφ., προσπερνώ, παραλείπω κάτι
Μισθ.
:
Ε μπάζου μπάζου ασκελούμ' τσ' ένα, ντε πειράζ̑'
(E πότε πότε πηδάμε και κάτι, δεν πειράζει
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Βηματίζω με μεγάλο διασκελισμό
Μισθ.
:
Ογώ τσόουμι γκιαν που ασκέλανα
(Εγώ ήμουνα νέος και είχα μεγάλον διασκελισμό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Aσκέλτ'σι τρία ασκελήμις
(Έκανε τρεις δρασκελιές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
μπατζακλαντίζω