αποσινάδι ( ουσ. ουδ.
)
Πληθ.
αποσινάδια
[aposiˈnaðʝa]
Σινασσ.
αποσινιάδια
[aposiˈɲaðʝa]
Σινασσ.
...
αποσκελώ
(ρ.)
'ποστσ̑ι-ώ
[postʃiˈo]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. ἀποσκελίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ.
Διασκελίζω
Συνών.
αστιέω, ατλαντίζω, διασκελίζω, μπατζακλαντίζω