αποτσαλιές
(ουσ. θηλ.,πληθ.)
'ποdζαλιές
[podzaˈʎes]
Σινασσ.
Από το πρόθμ. απο- και το ουσ. ατσαλιά, όπου και τύπ. τσαλιά.
Σκουπίδια, ακαθαρσίες
:
Κοντά στην Πενdάμορφη εκείν' ήσαν 'ποdζαλιές
(Δίπλα σ' εκείνη την Πεντάμορφη ήταν σκουπίδια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ατσαλιά