ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποτσαλιές (ουσ. θηλ.,πληθ.) 'ποdζαλιές [podzaˈʎes] Σινασσ. Από το πρόθμ. απο- και το ουσ. ατσαλιά, όπου και τύπ. τσαλιά.
Σκουπίδια, ακαθαρσίες : Κοντά στην Πενdάμορφη εκείν' ήσαν 'ποdζαλιές (Δίπλα σ' εκείνη την Πεντάμορφη ήταν σκουπίδια) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ατσαλιά