ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποσπερού (επίρρ.) αποσπερού [apospeˈru] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ. αποψερού [apopseˈru] Τελμ. απουσπεριώ [apuspeˈrʝo] Μαλακ. Μεσν. επίρρ. ἀποσπεροῦ, το οπ. από το νεότ. επίρρ. ἀποσπέρα με παραγωγ. επίθμ. -οῦ αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -οῦ. Για τον τύπ. απουσπεριώ πβ. επίρρ. ολημεριώς. Η λ. στον Σομ.
Αργά το απόγευμα, προς το βράδυ ό.π.τ. : Αποψερού παίρναμε και το νάμα, το θυμίαμα, τρία κεριά, χάζιρλάdιζ̑αμ' αποψερού και τη μερίδα μας (Αργά το απόγευμα παίρναμε και το νάμα, το θυμίαμα, τρία κεριά, ετοιμάζαμε αργά το απόγευμα και το ψυχοχάρτι μας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ακσάμιναν, αποσπερίς, αψαργάς