αποτινάζω
(ρ.)
'πετινάζω
[petiˈnazo]
Ανακ.
Aπο το αρχ. ρ. ἀποτινάσσω, με απε- στον ενεστ. αναλογ. προς τον αόρ. ἀπετίναξα.
Απορρίπτω με τίναγμα, μόνο σε άσμ.
Ανακ.
:
|| Ασμ.
Με χουρσά τα μανίκια της τα σ̑όνια 'πετινάζει,
με χουρσό λαχτυλίδι τα παγούρια τσακίζει (Με χρυσά τα μανίκια της τα χιόνια αποτινάζει,
με χρυσό δαχτυλίδι τους πάγους τσακίζει ) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. τσιρπτίζω
με χουρσό λαχτυλίδι τα παγούρια τσακίζει (Με χρυσά τα μανίκια της τα χιόνια αποτινάζει,
με χρυσό δαχτυλίδι τους πάγους τσακίζει ) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. τσιρπτίζω