ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποχαλάνω (ρ.) απιχαλάνω [apixaˈlano] Τελμ. Παρατατ. αποχαλάνισκα [apoxaˈlaniska] Τελμ. Από το νεοτ. ρ. ἀποχαλῶ, το οπ. από το πρόθμ. ἀπο- και το αρχ. ρ. χαλάω-ῶ, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω. Δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια με το αρχ. ρ. ἀποχαλῶ = χαλαρώνω.
Αμτβ., καταστρἐφομαι, φθείρομαι εξ ολοκλήρου : || Ασμ. Ολημεριάς εχτίνισκαν, τη νύχτα απιχαλάνει (Ολημερίς έχτιζαν, την νύχτα καταστρέφεται (το γεφύρι)) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Oλομεριές χτἰνισκαν την νύχτα αποχαλάνισ̑κε (Ολημερίς έχτιζαν, την νύχτα χάλαγε) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. χαλάνω :1