απρόκοφτος
(επίθ.)
απρόκοφτος
[aˈprokoftos]
Σινασσ.
απρέκοφτος
[aˈprekoftos]
Σινασσ.
απρέκοφτου
[aˈprekoftu]
Μαλακ.
Από το μεσν. επίθ. ἀπρόκοπτος.