απταλλίκι
(ουσ. ουδ.)
απταλ-λίχ̇ι
[aptalˈlixi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. aptallık = χαζομάρα, βλακεία.
Χαζομάρα, βλακεία
Συνών.
αβαναχλίχι