αραλατίζω
(ρ.)
αραλατώ
[aralaˈto]
Φλογ.
αραλατίζω
[aralaˈtizo]
Μαλακ., Φάρασ.
αραλαΐζου
[aralaˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
αραλάτ'σα
[araˈlatsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. aralamak (αόρ. araladı) = α) χωρίζω β) ανοίγω, διαχωρίζω γ) μισανοίγω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Χωρίζω, απομακρύνω κάτι από κάτι άλλο
Μαλακ., Φλογ.
:
Αραλατά τα σ̑κυλιά και qουλτών' το σ̑κυλί τ'
(Χωρίζει τους σκύλους και γλυτώνει το σκυλί του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
χωρίζω :1, χωρώ, Αντίθ
γαβρουστίζω
2. Τακτοποιώ
Μισθ., Φάρασ.
:
'σου να γρέπ' αραλάτ'σεν τ' όργο
(Ώσπου να κοιτάξεις, τακτοποίησε την δουλειά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γαραλαΐζω, γερλεστιρντίζω, ορθώνω, πακλατίζω :2, πανασηκώνω :1, σωρεύω