αραλατίζω
(ρ.)
αραλατώ
[aralaˈto]
Φλογ.
αραλατίζω
[aralaˈtizo]
Μαλακ., Φάρασ.
αραλαΐζου
[aralaˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
αραλάτ'σα
[araˈlatsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. aralamak (αόρ. araladı) = α) χωρίζω β) ανοίγω, διαχωρίζω γ) μισανοίγω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
2. Τακτοποιώ
Μισθ., Φάρασ.
:
'σου να γρέπ' αραλάτ'σεν τ' όργο
(Ώσπου να κοιτάξεις, τακτοποίησε την δουλειά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γαραλαΐζω, γερλεστιρντίζω, ορθώνω, πακλατίζω :2, πανασηκώνω :1, σωρεύω