αραμπαδιά
(ουσ. θηλ.)
αραπαδιά
[arapaˈðʝa]
Μαλακ.
Από το ουσ. αραμπάς (θ. αραμπαδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀραμπαδεά.