αραντίζω
(ρ.)
αραdι̂́ζω
[araˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν., Τελμ.
αραdίζου
[araˈdizu]
Μαλακ.
αρατίζω
[araˈtizo]
Φάρασ.
αρατίζου
[araˈtizu]
Φάρασ.
αραΐζω
[araˈizo]
Μισθ., Τσαρικ.
αραΐζου
[araˈizu]
Καρατζάβ., Μισθ.
αραdώ
[araˈdo]
Ανακ., Ουλαγ., Φλογ.
αρατώ
[araˈto]
Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
αραdού
[araˈdu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
αράdι̂ζα
[aˈradɯza]
Αραβαν.
αράιζα
[aˈraiza]
Αραβαν.
αράdινισ̑κα
[aˈradiniʃka]
Ουλαγ.
αράdινκα
[aˈradinka]
Φάρασ.
Αόρ.
αράτ'σα
[aˈratsa]
Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ.
αράd'ζα
[aˈradza]
Αραβαν.
αλάτ'σα
[aˈlatsa]
Κίσκ.
Προστ. Εν.
αράdα
[aˈrada]
Μισθ.
αράδα
[aˈraða]
Μισθ.
αράdει
[aˈradi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρ. aramak (αόρ. aradı = α) ψάχνω, β) ανιχνεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Γυρεύω, αναζητώ, ψάχνω
ό.π.τ.
:
«Σ̑ηκώτ' αζ αραdι̂́σουμ'», είπεν το μικρόν το ντιάβολος· αραdι̂́ζ̑'νε, ηυρίσκουν ντο
(«Σηκωθείτε, ας ψάξουμε», είπε ο μικρός διάβολος· ψάχνουν, τον βρίσκουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Aραΐζου ντα φορτσ̑έ μ'
(Ψάχνω τα ρούχα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
«Τι αραdάτ';», ἐπε
(«Τι γυρεύετε;», είπε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Αράτ'σα του Άγγλου του ήρτιν σου σπίτ' μας
(Αναζήτησα τον Άγγλο που ήρθε στο σπίτι μας)
Μαλακ.
-Dawk.JHS
Αράιζαν να έχ' λαχάν' μύτις ντου γιαζού
(Έψαχναν να έχει λάχανου μύτες το ύπαιθρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ήγραψανε όξου, αράτ'σαν ντα
(Κοίταξαν έξω, τον αναζήτησαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Ύστερα αράτ'σαν και δεμ μπόρ'σαν να το εύρουνε
(Ύστερα τον αναζήτησαν αλλά δεν μπόρεσαν να τον βρούνε)
Φλογ.
-Dawk.
Άμι αράdα 'ντετσούρτα, μπέλκι να ντα βρίσ̑κεις
(Πήγαινε ψάξε εκεί πέρα, μήπως τα βρεις)
Μισθ.
-Φατ.
E άμι αράδα βρίξι δου, άιντι!
(E άντε ψάξε βρές το, άιντε!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Αραΐζ' λόια
(Γυρεύει λόγια˙ ψάχνει για καβγά)
Μισθ.
-Μακρ.
|| Παροιμ.
Αράdει τσ̑' εύρου μι
(Ψάξε και βρες με˙ όταν κάποιος ξεφεύγει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αραdι̂́ζ̑' ψοφισμέν' άλογα να βγάλ' τα πέτ-ταλά τ'νε
(Γυρεύει ψόφια άλογα για να βγάλει τα πέταλά τους˙ για όσους θέλουν να ωφεληθούν από τις ατυχίες των άλλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απαπ'κάτω τ' αραdι̂́ζουν τανά
(Σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του ψάχνουν μοσχάρι˙ κάποιοι ζητούν προφάσεις για να κατηγορήσουν κάποιον)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ς το βόιδιν 'μποπουκάτου αρατείτε μουσκάρι;
(Κάτω από το βόδι ψάχνετε μοσχάρι;˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Ο μύος πήγε σο σ̑έλι τσ̑αι συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε του
(Ο μύλος πήγε στον χείμαρρο και εσύ ψάχνεις ακόμη τα βαρδάρια του;˙ για όσους μέσα σε μεγάλη συμφορά ασχολούνται με ήσσονος σημασίας ζητήματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ως σε αράdι̂ζα μακριά, ηύρα σε κονdά μ'
(Εκεί που σε ζητούσα μακριά, σε βρήκα κοντά μου˙ όταν βρίσκουμε ξαφνικά μπροστά μας κάποιον που τον αναζητούσαμε εδώ κι εκεί)
-Φωστ.-Κεσ.
Το αρατά τα πολλά χάν' και τα λίγα
(Όποιος ζητάει τα πολλά χάνει και τα λίγα˙ η πλεονεξία οδηγεί στην καταστροφή)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Να μη σε πούμ', αρνιόβοσκο, εδά Πορφύρην είδες;
Το ποιο Πορφύρην αραdάτ', το ποιο Πορφύρην γκρεύιτ'; (Για να σου πούμε, αρνοβοσκέ, είδες εδώ τον Πορφύρη;
Ποιον Πορφύρη ψάχνετε, ποιον Πορφύρη γυρεύετε;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. ανακλώθω, γαργαλεύω, γυρεύω, ντιλεύω, παραμυρίζω :2, ταρκουρώ
Το ποιο Πορφύρην αραdάτ', το ποιο Πορφύρην γκρεύιτ'; (Για να σου πούμε, αρνοβοσκέ, είδες εδώ τον Πορφύρη;
Ποιον Πορφύρη ψάχνετε, ποιον Πορφύρη γυρεύετε;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. ανακλώθω, γαργαλεύω, γυρεύω, ντιλεύω, παραμυρίζω :2, ταρκουρώ