ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αραντίζω (ρ.) αραdι̂́ζω [araˈdɯzo] Αξ., Αραβαν., Τελμ. αραdίζου [araˈdizu] Μαλακ. αρατίζω [araˈtizo] Φάρασ. αρατίζου [araˈtizu] Φάρασ. αραΐζω [araˈizo] Μισθ., Τσαρικ. αραΐζου [araˈizu] Καρατζάβ., Μισθ. αραdώ [araˈdo] Ανακ., Ουλαγ., Φλογ. αρατώ [araˈto] Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. αραdού [araˈdu] Ουλαγ. Παρατατ. αράdι̂ζα [aˈradɯza] Αραβαν. αράιζα [aˈraiza] Αραβαν. αράdινισ̑κα [aˈradiniʃka] Ουλαγ. αράdινκα [aˈradinka] Φάρασ. Αόρ. αράτ'σα [aˈratsa] Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. αράd'ζα [aˈradza] Αραβαν. αλάτ'σα [aˈlatsa] Κίσκ. Προστ. Εν. αράdα [aˈrada] Μισθ. αράδα [aˈraða] Μισθ. αράdει [aˈradi] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ρ. aramak (αόρ. aradı = α) ψάχνω, β) ανιχνεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Γυρεύω, αναζητώ, ψάχνω ό.π.τ. : «Σ̑ηκώτ' αζ αραdι̂́σουμ'», είπεν το μικρόν το ντιάβολος· αραdι̂́ζ̑'νε, ηυρίσκουν ντο («Σηκωθείτε, ας ψάξουμε», είπε ο μικρός διάβολος· ψάχνουν, τον βρίσκουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Aραΐζου ντα φορτσ̑έ μ' (Ψάχνω τα ρούχα μου) Μισθ. -Κοτσαν. «Τι αραdάτ';», ἐπε («Τι γυρεύετε;», είπε) Ουλαγ. -Dawk. Αράτ'σα του Άγγλου του ήρτιν σου σπίτ' μας (Αναζήτησα τον Άγγλο που ήρθε στο σπίτι μας) Μαλακ. -Dawk.JHS Αράιζαν να έχ' λαχάν' μύτις ντου γιαζού (Έψαχναν να έχει λάχανου μύτες το ύπαιθρο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήγραψανε όξου, αράτ'σαν ντα (Κοίταξαν έξω, τον αναζήτησαν) Φάρασ. -Dawk. Ύστερα αράτ'σαν και δεμ μπόρ'σαν να το εύρουνε (Ύστερα τον αναζήτησαν αλλά δεν μπόρεσαν να τον βρούνε) Φλογ. -Dawk. Άμι αράdα 'ντετσούρτα, μπέλκι να ντα βρίσ̑κεις (Πήγαινε ψάξε εκεί πέρα, μήπως τα βρεις) Μισθ. -Φατ. E άμι αράδα βρίξι δου, άιντι! (E άντε ψάξε βρές το, άιντε!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Αραΐζ' λόια (Γυρεύει λόγια˙ ψάχνει για καβγά) Μισθ. -Μακρ. || Παροιμ. Αράdει τσ̑' εύρου μι (Ψάξε και βρες με˙ όταν κάποιος ξεφεύγει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αραdι̂́ζ̑' ψοφισμέν' άλογα να βγάλ' τα πέτ-ταλά τ'νε (Γυρεύει ψόφια άλογα για να βγάλει τα πέταλά τους˙ για όσους θέλουν να ωφεληθούν από τις ατυχίες των άλλων) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απαπ'κάτω τ' αραdι̂́ζουν τανά (Σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του ψάχνουν μοσχάρι˙ κάποιοι ζητούν προφάσεις για να κατηγορήσουν κάποιον) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ς το βόιδιν 'μποπουκάτου αρατείτε μουσκάρι; (Κάτω από το βόδι ψάχνετε μοσχάρι;˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Ο μύος πήγε σο σ̑έλι τσ̑αι συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε του (Ο μύλος πήγε στον χείμαρρο και εσύ ψάχνεις ακόμη τα βαρδάρια του;˙ για όσους μέσα σε μεγάλη συμφορά ασχολούνται με ήσσονος σημασίας ζητήματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ως σε αράdι̂ζα μακριά, ηύρα σε κονdά μ' (Εκεί που σε ζητούσα μακριά, σε βρήκα κοντά μου˙ όταν βρίσκουμε ξαφνικά μπροστά μας κάποιον που τον αναζητούσαμε εδώ κι εκεί) -Φωστ.-Κεσ. Το αρατά τα πολλά χάν' και τα λίγα (Όποιος ζητάει τα πολλά χάνει και τα λίγα˙ η πλεονεξία οδηγεί στην καταστροφή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Να μη σε πούμ', αρνιόβοσκο, εδά Πορφύρην είδες;
Το ποιο Πορφύρην αραdάτ', το ποιο Πορφύρην γκρεύιτ';
(Για να σου πούμε, αρνοβοσκέ, είδες εδώ τον Πορφύρη;
Ποιον Πορφύρη ψάχνετε, ποιον Πορφύρη γυρεύετε;)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. ανακλώθω, γαργαλεύω, γυρεύω, ντιλεύω, παραμυρίζω :2, ταρκουρώ