αράπης
(ουσ. αρσ.)
αράπης
[aˈrapis]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ.
αράπηζ
[aˈrapiz]
Αραβαν.
αράπι̂ς
[aˈrapɯs]
Φλογ.
αράbι̂ς
[aˈrabɯs]
Φλογ.
αράπ'
[aˈrap]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ.
αράbος
[aˈrabos]
Φλογ.
αράπους
[aˈrapus]
Μισθ.
Πληθ.
αράποι
[aˈrapi]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. Ἀρἀπης = ο κάτοικος της Αραβίας ή αραβικής χώρας, το οπ. από το τουρκ. arap.
Αράπης, νέγρος, αυτός που ανήκει στην μαύρη φυλή
ό.π.τ.
:
Ντο αράπ' πήρεν ντo το κορίσ̑', πέτασέν ντo ντεκοχτώ βουνιά πίσω
(Ο αράπης πήρε το κορίτσι, το πέταξε πίσω από δεκαοχτώ βουνά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έβγκη δύο αράποι μο ντα κουτέκια
(Βγήκαν δύο αράπηδες με μπαστούνια)
Φάρασ.
-Dawk.
Αψ̑ίσκα έμbη ένα ψελό ως εκεί απάνω αράπηζ
(Αμέσως μπήκε ένας αράπης ψηλός ως εκεί πάνω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αψ̑ίσκα αράπης έπιασέν ντο ασ' το σϋξΰνι τ'
(Αμέσως ο αράπης τον έπιασε από τον λαιμό του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Βασ̑ιλιός τρανά κι άλλα πολλά αράπ'· φοβάται να ντο̈γϋσ̑ντΰσ̑'
(Ο βασιλιάς βλέπει κι άλλους πολλούς αράπηδες· φοβάται να πολεμήσει)
Φλογ.
-Dawk.
'γώ έχ' αν Αράπ' μο τα δύο τζουφάλε
(Εγώ έχω έναν Αράπη με δύο κεφάλια)
Σατ.
-Παπαδ.
Ατούτα τα παπούτσ̑α σις αράποι είνdι ’δρά
(Αυτά τα παπούτσια είναι μεγάλα (ακόμα και) για τους αράπηδες)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Νε του σ̑αμού το σ̑οκάρι, νε του αράπ’ η χαραή
(Ούτε της Δαμασκού η ζάχαρη, ούτε του αράπη τα μούτρα˙ όταν κάποιος ήθελε να αποφύγει μιά δυσάρεστη συνάντηση, έστω κι αν θα μπορούσε να επωφεληθεί απ’ αυτήν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Ζωωνύμιο για σκυλιά
Μισθ.