ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αράπης (ουσ. αρσ.) αράπης [aˈrapis] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ. αράπηζ [aˈrapiz] Αραβαν. αράπι̂ς [aˈrapɯs] Φλογ. αράbι̂ς [aˈrabɯs] Φλογ. αράπ' [aˈrap] Αφσάρ., Σατ., Φάρασ. αράbος [aˈrabos] Φλογ. αράπους [aˈrapus] Μισθ. Πληθ. αράποι [aˈrapi] Φάρασ. Μεσν. ουσ. Ἀρἀπης = ο κάτοικος της Αραβίας ή αραβικής χώρας, το οπ. από το τουρκ. arap.
Αράπης, νέγρος, αυτός που ανήκει στην μαύρη φυλή ό.π.τ. : Ντο αράπ' πήρεν ντo το κορίσ̑', πέτασέν ντo ντεκοχτώ βουνιά πίσω (Ο αράπης πήρε το κορίτσι, το πέταξε πίσω από δεκαοχτώ βουνά) Ουλαγ. -Κεσ. Έβγκη δύο αράποι μο ντα κουτέκια (Βγήκαν δύο αράπηδες με μπαστούνια) Φάρασ. -Dawk. Αψ̑ίσκα έμbη ένα ψελό ως εκεί απάνω αράπηζ (Αμέσως μπήκε ένας αράπης ψηλός ως εκεί πάνω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αψ̑ίσκα αράπης έπιασέν ντο ασ' το σϋξΰνι τ' (Αμέσως ο αράπης τον έπιασε από τον λαιμό του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Βασ̑ιλιός τρανά κι άλλα πολλά αράπ'· φοβάται να ντο̈γϋσ̑ντΰσ̑' (Ο βασιλιάς βλέπει κι άλλους πολλούς αράπηδες· φοβάται να πολεμήσει) Φλογ. -Dawk. 'γώ έχ' αν Αράπ' μο τα δύο τζουφάλε (Εγώ έχω έναν Αράπη με δύο κεφάλια) Σατ. -Παπαδ. Ατούτα τα παπούτσ̑α σις αράποι είνdι ’δρά (Αυτά τα παπούτσια είναι μεγάλα (ακόμα και) για τους αράπηδες) Φάρασ. -Αναστασ. || Παροιμ. Νε του σ̑αμού το σ̑οκάρι, νε του αράπ’ η χαραή (Ούτε της Δαμασκού η ζάχαρη, ούτε του αράπη τα μούτρα˙ όταν κάποιος ήθελε να αποφύγει μιά δυσάρεστη συνάντηση, έστω κι αν θα μπορούσε να επωφεληθεί απ’ αυτήν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Ζωωνύμιο για σκυλιά Μισθ.