άρατα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
άρατα τέματα
[ˈarata ˈtemata]
Αραβαν.
Από παραφθορά της εκκλ. φρ. ἄρρητ' ἀθέμιτα. Η φρ. και Πόντ. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἄρρητος και Κεχαγιόπουλος (1909: 445).
Ασυνάρτητα λόγια, ανοησίες
Συνών.
διάβολος