ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άρατα (ουσ. ουδ.) άρατα τέματα [ˈarata ˈtemata] Αραβαν. Από παραφθορά της εκκλ. φρ. ἄρρητ' ἀθέμιτα. Η φρ. και Πόντ. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἄρρητος και Κεχαγιόπουλος (1909: 445).
Ασυνάρτητα λόγια, ανοησίες Συνών. διάβολος
Τροποποιήθηκε: 24/01/2025