ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αργακιάνει (ρ.) γ΄ Εν. αγραεκιάν' [aɣraeˈcan] Αξ. αγρατζάζ' [aɣraˈdzaz] Μισθ. αγραεκιανίσ̑κ' [aɣraecaˈniʃk] Αξ. Αόρ. αγραεκιάνεν [aɣraeˈcanen] Αξ. αγρακιάσ' [aɣraeˈcanen] Τροχ. Από το επίθ. αργατινός, όπου και τύπ. αγραεκινό. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. ρ. αργαδιάζω (< επίρρ. αργά, αναλογ. προς το βραδιάζω, βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀργαδυάζω).
Βραδιάζει, σκοτεινιάζει Αξ., Μισθ. : Αγραεκιανίσ̑κ', έρουνdαι και τ’ άλλα ασ' τ’ άβια (Βραδυάζει, έρχονται και οι άλλοι από το κυνήγι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αγραεκιάνεν, παρέμα! (Βράδυασε, γύρνα σπίτι σου!) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αγρατζάζ' μέρα (Γέρνει η μέρα προς το βράδυ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αντίθ ασπρίζω, ξημερεύει :1, ξημερώνω, χαράζω, Συνών. βραδιάζω