βραδιάζω
(ρ.)
γ' Εν.
βραδιάζ̑'
[vraˈðʝaʒ]
Φλογ.
βραγιάζ'
[vraˈʝaz]
Γούρδ.
βραριάζ̑'
[vraˈrʝaʒ]
Αραβαν.
Αόρ. γ' Εν.
βράδιασεν
[ˈvraðʝasen]
Ανακ.
βραδιάσεν
[vraˈðʝasen]
Φλογ.
βράριασε
[ˈvrarʝase]
Αραβαν.
Υποτ. γ' Εν.
βραγιάν'
[vraˈʝan]
Αξ.
Παθ. Αόρ.
βραδιάσταν
[vraˈðʝastan]
Τελμ.
βραντιάστα
[vraˈdʝasta]
Αξ.
βραδι-έστα
[vraðiˈesta]
Φάρασ.
Υποτ.
βραδιαστώ
[vraðʝaˈsto]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. βραδυάζω.
1. Απρόσ., βραδιάζει, έρχεται το βράδυ
ό.π.τ.
:
Όντενε βράριασε, ήρτε το καμήλ'
(Όταν βράδιασε, ήρθε το καμήλι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Προτού να βραγιάν’, ελάτε σπίτ’
(Ελάτε στο σπίτι πριν βραδιάσει)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αργακιάνει, βραδύνει, βραδυνιάζει
2. Μεσοπαθ., βραδιάζομαι, με βρίσκει το βράδυ
Αξ., Σινασσ., Τελμ.
:
Βραdιάσταμ' πολλά σαβάρια 'ς στράτα μας
(Βραδιαστήκαμε πολλές φορές στον δρόμο μας)
Αξ.
-Παυλίδ.
|| Ασμ.
Εννιά μέρες, εννιά νύχτες 'ς ένα βουνό βραδιάσταν
ο μαύρος μου χωρίς νερό κι εγώ χωρίς παξιμάδι (Εννιά μέρες, εννιά νύχτες σ' ένα βουνό βραδιάστηκα
το άλογό μου χωρίς νερό κι εγώ χωρίς παξιμάδι) Τελμ. -Lag. Βάι βάι εμέν τον ξένον και τον έρημον και τον αστενωμένον
Πού να βραδιαστώ; (Αλίμονο σ' εμένα τον ξένο και τον έρημο και τον άρρωστο
Πού θα με βρει το βράδυ;) Σινασσ. -Lag.
ο μαύρος μου χωρίς νερό κι εγώ χωρίς παξιμάδι (Εννιά μέρες, εννιά νύχτες σ' ένα βουνό βραδιάστηκα
το άλογό μου χωρίς νερό κι εγώ χωρίς παξιμάδι) Τελμ. -Lag. Βάι βάι εμέν τον ξένον και τον έρημον και τον αστενωμένον
Πού να βραδιαστώ; (Αλίμονο σ' εμένα τον ξένο και τον έρημο και τον άρρωστο
Πού θα με βρει το βράδυ;) Σινασσ. -Lag.