βουτόκκο
(ουσ. ουδ.)
βουτόκκο
[vuˈtoko]
Φάρασ.
βοτόκκο
[voˈtoko]
Φάρασ.
βουδόκκο
[vuˈðoko]
Φάρασ.
β'τόκκο
[ˈvtoko]
Φάρασ.
β'ντόκκο
[ˈvdoko]
Φάρασ.
β'ντόκ-κου
[ˈvdokku]
Σατ.
Από το μεσν. ουσ. βουτίον = βαρέλι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
1. Ξύλινο μπουκάλι, παγούρι
ό.π.τ.
:
Πααίνκα, 'εμώνκα τα βτόκκα
(Πήγαινα και γέμιζα τα παγούρια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Φορτούται τα βτόκκα
(Φορτώνεται τα παγούρια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τζας έμπειτε σο σεχέρι, αν εύρειτε 'γνένdα α νομάτη φορτωμένο ση ράχην α βτόκκο νερό
(Μόλις μπείτε στην πόλη, θα συναντήσετε έναν άνθρωπο φορτωμένο στην ράχη ένα δοχείο νερό)
Φάρασ.
-Lag.
|| Παροιμ.
Το τ͑αζόν ντο βντόκκο το νερό κρατεί τα κρούσ'κο
(Το καινούργιο παγούρι κρατάει το νερό κρύο˙ Οι νέοι έχουν πολλές δυνάμεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μάταρα, παγρί, χαραμπάς