ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουτόκκο (ουσ. ουδ.) βουτόκκο [vuˈtoko] Φάρασ. βοτόκκο [voˈtoko] Φάρασ. βουδόκκο [vuˈðoko] Φάρασ. β'τόκκο [ˈvtoko] Φάρασ. β'ντόκκο [ˈvdoko] Φάρασ. β'ντόκ-κου [ˈvdokku] Σατ. Από το μεσν. ουσ. βουτίον = βαρέλι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
1. Ξύλινο μπουκάλι, παγούρι ό.π.τ. : Πααίνκα, 'εμώνκα τα βτόκκα (Πήγαινα και γέμιζα τα παγούρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Φορτούται τα βτόκκα (Φορτώνεται τα παγούρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τζας έμπειτε σο σεχέρι, αν εύρειτε 'γνένdα α νομάτη φορτωμένο ση ράχην α βτόκκο νερό (Μόλις μπείτε στην πόλη, θα συναντήσετε έναν άνθρωπο φορτωμένο στην ράχη ένα δοχείο νερό) Φάρασ. -Lag. || Παροιμ. Το τ͑αζόν ντο βντόκκο το νερό κρατεί τα κρούσ'κο (Το καινούργιο παγούρι κρατάει το νερό κρύο˙ Οι νέοι έχουν πολλές δυνάμεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μάταρα, παγρί, χαραμπάς
2. Είδος ποτηριού ό.π.τ. Πβ. ασκόκκο, μπιλόρι, ποτήρι, ποτούτσι, τσικόπο