ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουτώ (ρ.) βουτίζω [vuˈtizo] Ποτάμ., Σινασσ. βουτσ̑ίζου [vuˈtʃizu] Σίλ. βουτώ [vuˈto] Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ. βουτ-τώ [vutˈto] Σίλ., Φλογ. βουτάου [vuˈtau] Μαλακ., Φάρασ. βουdαγω [vuˈdaɣo] Φάρασ. Παρατατ. βούτανα [ˈvutana] Δίλ., Μισθ., Σίλατ. Αόρ. βούτ’σα [ˈvutsa] Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Φάρασ. Παθ. βουτιγιέμι [vutiˈʝemi] Μισθ. βουτούμι [vuˈtumi] Σίλ. Αόρ. βουτήθα [vuˈtiθa] Φάρασ. Μτχ. βουτημένο [vutiˈmeno] Σινασσ. βουτημένου [vutiˈmenu] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. βουτίζω, το οπ. από το αρχ. ρ. βυθίζω. Ο τύπ. βουτώ νεότ.
1. Εμβαπτίζω ό.π.τ. : Βουτσ̑ίζου του ψουμί μου (Βουτώ το ψωμί μου) Σίλ. Πεγάισ̑καμ' το 'ς ένα μύλο που 'ύριζεν με το νερό και βούτανέν το σο νερό μέσα (Τον πηγαίναμε, ενν. τον άρρωστο, σ' ένα νερόμυλο και τον βούταγε μέσα στο νερό) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 Δου κι̂τι̂́ρ' βουτά δου απέσ' (Το παξιμάδι το βουτάει μέσα, ενν. στο γιαούρτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Οντάποιο του βουτά το χέριν σο κρεχένι, 'πέσου πέσ̑', αdζείνος ένι του 'α με δώσει σα χέρε (Όποιου το χέρι με το οποίο βουτά στο πιάτο, πέσει μέσα (στο υγρό του πιάτου), εκείνος θα με παραδώσει (στων κακών) τα χέρια = Ματθ. 26.23 Ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει) Φάρασ. -Lag. Bούταναμ' δου μάταρα μας σου λερό μέσα (Bουτούσαμε το φλασκί μας στο νερό μέσα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Κόρη, σ̑ήκ' απ' τα κορασ̑ές, κάτσε με τα σ̑ηράδες
Βούτα και τα τουλπένια σου σου σ̑ηραδιού τα δάκρυα
(Κόρη, σήκω από τις ανύπαντρες, κάτσε με τις χήρες
Βούτα και τα μαντήλια σου στα δάκρυα της χήρας)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. βαφτίζω :3
2. Αρπάζω, κλέβω : Ατά του χαdζ̑άτ' βούτα δου (Εκείνο το αντικείμενο άρπαξέ το) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γαβραντώ, γοπαρντίζω, καπουστίζω, καπτώ, σερματίζω
3. Λερώνω Σίλ. : Να μη βουτσήεις του σπίτσ̑ι (Να μη λερώσεις το σπίτι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. βάφω :2, κιρλεντώ, μπατιρντίζω, ρυπώνω, ρυπιάνω
4. Αμτβ., βουλιάζω, κάνω βαθούλωμα Δίλ. : Από τη δουλειά βούταναν τα πλευρά μας (Από την δουλειά βούλιαζαν, συμπιέζονταν τα πλευρά μας) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887
5. Αμτβ., δύω Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ. : Ο όλιος βούτ'σεν (Ο ήλιος έδυσε) Αξ. -Αρχέλ. Το φεγγάρι βούτ'σεν (To φεγγάρι έδυσε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. βουλιάζω