βράδυ
(ουσ. ουδ.)
βράδυ
[ˈvraði]
Σινασσ.
βράυ
[ˈvrai]
Αξ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλ.
βράδ'
[ˈvrað]
Ποτάμ., Φλογ.
βράρ'
[vrar]
Αραβαν.
βράντυ
[ˈvradi]
Σίλ.
βραδύ
[vraˈði]
Ανακ., Αφσάρ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
βραντύ
[vraˈdi]
Σίλ., Φερτάκ.
βραντύν
[vraˈdin]
Σίλ.
βραγύ
[vraˈʝi]
Αξ., Ουλαγ.
βρα’ύ
[vraˈi]
Μισθ., Ουλαγ., Σίλ.
βρα’ύς
[vraˈis]
Αξ.
βραρύ
[vraˈri]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. βραδύ = απόγευμα (στην σημ. 1). Για την σημ. 2 βλ. το μεταγν. επίρρ. βραδύ = α) αργά (την νύχτα), β) όψιμα, το οπ. από το ουδ. του αρχ. επιθ. βραδύς = αργός. Ο τύπ. βράδυ ήδη μεσν. με αναβιβασμό του τόνου πιθ. αναλογ. προς το μεταγν. επίρρ. βράδιον = αργότερα. Ο τύπ. βρα'ύς από το επίρρ. *βραδύς (πβ. νεότ. επίρρ. αποβραδύς), το οπ. από το επίρρ. βραδύ και το τέρμα -ς αναλογικά προς άλλα επιρρήματα σε -ς ή ειδικότερα προς χρον. επιρρ. όπως ολημερίς, οληνυκτίς.
1. Βράδυ
ό.π.τ.
:
Από κείνο το βράυ, 'πότε κοιμόμαστε, ήρταν Τούρκ' και να πάρουν κορίτσ̑α και να φύγ'νε τόνε
(Εκείνο το βράδυ, όταν κοιμόμαστε, ήρθαν Τούρκοι για να πάρουν κορίτσια και να τα φυγαδεύσουν)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Aπ' του πρωί τσάχ σου βράυ σου γιαζού κλώιξαμ'
(Απ' το πρωί μέχρι το βράδυ γυρνούσαμε στα χωράφια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ρώτ'σαν ντo τσ̑ίγαλ' τo πέρνασε εκείνο το βράρ'
(Το ρώτησαν πώς πέρασε εκείνο το βράδυ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήρταν ντο βραδύ τα παιδιά τσ̑ης
(Το βράδυ ήρθαν τα παιδιά της)
Τελμ.
-Dawk.
'νυπόλυτα 'υμνά για σως το βραδύ παίσκανι, γιάνκανι, χαρούσανdι
(Ξυπόλυτα, γυμνά (ενν. τα παιδιά) αλλά ως το βράδυ έπαιζαν, γέλαγαν, χαιρόντουσαν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Το βραγύ έρεται το γκεγίκ
(Το βράδυ έρχεται το ελάφι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ογώ άμα κρεύεις να γκιαλαέψουμ' ούτσ̑α μπορώ να σι γκιαλαέψου τσ̑αχ σου βρα'ύ
(Εγώ άμα θέλεις να μιλάμε έτσι, μπορώ να σου μιλάω μέχρι το βράδυ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Βραντύ ήταμι σ’ γαβενείο
(Το βράδυ ήμασταν στο καφενείο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Σάbαα δου βρα'ύ να έρτου κουρφάς να κάψου δου σπίτι σ'
(Αύριο το βράδυ θα έρθω κρυφά να κάψω το σπίτι σου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ήρταν το βρα'ύς
(Ήρθαν το βράδυ)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Σαbαχτάν το ντε γελά, το βραρύ χις̑ ντε γελά
(Το πρωί όποιος δεν γελά, το βράδυ καθόλου δεν γελά˙ η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το 'λ'μεριώς γυρίζ̑', το βραγύ κοσ̑κινίζ̑'
(Όποιος όλη την ημέρα γυρίζει, το βράδυ κασκινίζει˙ για τις γυναίκες που συνεχώς γυρίζουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Aγιά μ', Άγι-Γεώρ' αφέντη μου και μέγα μου χαρά μου
Να κρύψεις εμένα απ' των Τουρκών τα χέρια
Το βράδυ και το πουρνό ν' ανάψω το κανdήλι (Άγιε μου, Άγιε Γιώργη αφέντη μου, μεγάλη η χάρη σου
Κρύψε με από των Τούρκων τα χέρια
κι εγώ βράδυ και πρωί θα ανάβω το καντήλι σου) Σινασσ. -Lag. Συνών. αργά, γιατσί, πιτόβραδα
Να κρύψεις εμένα απ' των Τουρκών τα χέρια
Το βράδυ και το πουρνό ν' ανάψω το κανdήλι (Άγιε μου, Άγιε Γιώργη αφέντη μου, μεγάλη η χάρη σου
Κρύψε με από των Τούρκων τα χέρια
κι εγώ βράδυ και πρωί θα ανάβω το καντήλι σου) Σινασσ. -Lag. Συνών. αργά, γιατσί, πιτόβραδα
2. Αργά (την νύχτα)
Αξ., Φλογ.
:
Νύχτα το βράδ' αν ερούτονε καμbρό σο κορίτσ̑', πιάνισ̑κάν το κολτζ̑ήδ'
(Αργά την νύχτα αν ερχόταν ο γαμπρός στο κορίτσι, τον έπιαναν οι φύλακες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έλα ’ς το σπίτ’ αψά, μη πομίσκεις πολύ βρα’ύς
(Έλα στο σπίτι νωρίς, μη μείνεις έξω πολύ αργά)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
γκετς, ξώρας :1