πιτίκα ( ουσ. θηλ.
)
πιτ͑ίκα
[piˈtʰika]
Ανακ.
πιτίχα
[piˈtixa]
Σινασσ.
πουρτίκα
[pur'tika]
Μισθ.
...
πιτόβραδα
(επίρρ.)
’πιτόβραδα
[piˈtovraða]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το ουσ. πιτόβραδο και το παραγωγ. επίθμ. -α.