ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιτόβραδα (επίρρ.) ’πιτόβραδα [piˈtovraða] Φάρασ., Φκόσ. Από το ουσ. πιτόβραδο και το παραγωγ. επίθμ. .
(Αργά) το βράδυ Φάρασ. : Γιάdε τα ’πιτόβραδα (Έλα το βράδυ) Φάρασ. -Dawk. Τραγουδάνκανε, χορεύκαν 'ς ως τα ’πιτόβραδα (Τραγούδαγαν, χόρευαν ως αργά το βράδυ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αργά :1, βράδυ, γιατσί, ξώρας :2