πιτόβραδο
(ουσ. ουδ.)
'πιτόβραδο
[piˈtovraðo]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. πιθ. από την φρ. επί το βράδυ.
Τροποποιήθηκε: 19/02/2025