πισώνω
(ρ.)
πισώνω
[piˈsono]
Σινασσ.
Από το επίθ. πίσι = βρώμικος και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Αποπατώ
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025