πισσόκολλα
(ουσ. ουδ.)
πισσόκολλα
[pi'sokola]
Γούρδ.
Από τα ουσ. πίσσα και κόλλα με συνδετ. φων. -ο-.
Έμπλαστρο
Γούρδ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025