πισλετίζω
(ρ.)
π͑ισλετίζω
[pʰizleˈtizo]
Φάρασ.
π͑ισλετώ
[pʰizleˈto]
Φάρασ.
Από το τουρκ. pisledi του τουρκ. ρ. pislemek = λερώνω, ρυπαίνω, βρωμίζω.