ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πισίκα (ουσ. ουδ.) πισίκα [pi'sika] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ., Χαλβάντ. π͑ισ̑ίκα [pʰiˈʃika] Μισθ. π͑ιτσ̑ίκα [pʰiˈtʃika] Μισθ. π'σίκα [ˈpsika] Αξ. π'σέκα [ˈpseka] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. (< αρμεν.) ουσ. pisik = γάτα, όπου και διαλεκτ. τύπ. pişik (Tietze 2018, λ. pisik).
Γάτα ό.π.τ. : Το κιριάς χέκα το απέσ' με το τρώει π'σίκα (Το κρέας το έβαλα μέσα να μην το φάει η γάτα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήγεν να το πσ̑άσ̑'· φέχ' π'σίκα, και το κορίτσ̑' κατόψα τ' (Πήγε να την πιάσει· φεύγει η γάτα, και το κορίτσι στο κατόπι της) Αξ. -Dawk. Ντου πουρπάιμα τ΄ μοιάοιξειν αν πισίκας (Το περπάτημά της έμοιαζε με της γάτας) Μισθ. -Κοτσαν. Πισίκα μας ντέ γαπτά πιντιτσίας (Η γάτα μας δεν πιάνει ποντίκια) Μισθ. -Κοτσαν. Η π’σέκα μου ’α φύτσει ’α υπά’ σις γοντσήδοι ζαρ ’α νά 'βρει τίπους ’α φά’ (Η γάτα θα φύγει θα πάει στην γειτονιά ίσως βρει κάτι να φάει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Τ' π'σίκα όπου και να πάγ̑' 'ζ νεγυριώνα να φύγ̑' (Η γάτα όπου και να πάει, στον αχυρώνα θα καταφύγει˙ όταν δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από κάτι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
Συνών. κάτα