πισίκα
(ουσ. ουδ.)
πισίκα
[pi'sika]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ., Χαλβάντ.
π͑ισ̑ίκα
[pʰiˈʃika]
Μισθ.
π͑ιτσ̑ίκα
[pʰiˈtʃika]
Μισθ.
π'σίκα
[ˈpsika]
Αξ.
π'σέκα
[ˈpseka]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. (< αρμεν.) ουσ. pisik = γάτα, όπου και διαλεκτ. τύπ. pişik (Tietze 2018, λ. pisik).
Γάτα
ό.π.τ.
:
Το κιριάς χέκα το απέσ' με το τρώει π'σίκα
(Το κρέας το έβαλα μέσα να μην το φάει η γάτα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήγεν να το πσ̑άσ̑'· φέχ' π'σίκα, και το κορίτσ̑' κατόψα τ'
(Πήγε να την πιάσει· φεύγει η γάτα, και το κορίτσι στο κατόπι της)
Αξ.
-Dawk.
Ντου πουρπάιμα τ΄ μοιάοιξειν αν πισίκας
(Το περπάτημά της έμοιαζε με της γάτας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πισίκα μας ντέ γαπτά πιντιτσίας
(Η γάτα μας δεν πιάνει ποντίκια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Η π’σέκα μου ’α φύτσει ’α υπά’ σις γοντσήδοι ζαρ ’α νά 'βρει τίπους ’α φά’
(Η γάτα θα φύγει θα πάει στην γειτονιά ίσως βρει κάτι να φάει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Τ' π'σίκα όπου και να πάγ̑' 'ζ νεγυριώνα να φύγ̑'
(Η γάτα όπου και να πάει, στον αχυρώνα θα καταφύγει˙ όταν δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από κάτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κάτα