πισμανώνω
(ρ.)
μπισμανιώνου
[bizmaˈɲonu]
Μισθ.
Από το επίθ. πισμάνης και το παραγωγ. επίθ. -ώνω > -ώνου με ηχηροπ. του [p] > [b] και με μορφολ. επίδρ. του συνώνυμου ρ. μετανιώνω.
Μετανιώνω για κάτι
Μισθ.