ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πισμανώνω (ρ.) μπισμανιώνου [bizmaˈɲonu] Μισθ. Από το επίθ. πισμάνης και το παραγωγ. επίθ. -ώνω > -ώνου με ηχηροπ. του [p] > [b] και με μορφολ. επίδρ. του συνώνυμου ρ. μετανιώνω.
Μετανιώνω για κάτι Μισθ.