ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πισμανεύω (ρ.) πισμανεύω [pizmaˈnevo] Αξ., Τσελτ. μπισμανιεύου [bizmaˈɲevu] Μισθ. πουσ̑μανεύου [puʃmaˈnevu] Φάρασ. Αόρ. μπεϊσμάνιψα [beiˈzmanipsa] Μισθ. Αόρ. μπισμάνιψα [biˈzmanipsa] Μισθ. Από το επίθ. πισμάνης και το παραγωγ. επίθ. -εύω.
Μετανιώνω για κάτι ό.π.τ. : Μπεϊσμάνiψα που ήρτα (μετάνιωσα που ήρθα) Μισθ. -Κοτσαν. Μπισμάνιψεν για τούρα πού τσιάους 'νταρά λέιξιν (μετάνιωσε γι’ αυτά πού τόσο καιρό έλεγε) Μισθ. -Κοτσαν. Άελφή μ', τα λακιρντία τα γιαγίρια τα είπα σε, πισμάνεψα τα (Αδελφή μου, τις κακές κουβέντες που σου είπα τις μετάνιωσα) Αξ. -Παυλίδ. Πουσ̑μανέψιν του μι τα πίταξιν (Μετάνοιωσε που μου το έστειλε) Φάρασ. -Bağr.