πισμανεύω
(ρ.)
πισμανεύω
[pizmaˈnevo]
Αξ., Τσελτ.
μπισμανιεύου
[bizmaˈɲevu]
Μισθ.
πουσ̑μανεύου
[puʃmaˈnevu]
Φάρασ.
Αόρ.
μπεϊσμάνιψα
[beiˈzmanipsa]
Μισθ.
Αόρ.
μπισμάνιψα
[biˈzmanipsa]
Μισθ.
Από το επίθ. πισμάνης και το παραγωγ. επίθ. -εύω.
Μετανιώνω για κάτι
ό.π.τ.
:
Μπεϊσμάνiψα που ήρτα
(μετάνιωσα που ήρθα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπισμάνιψεν για τούρα πού τσιάους 'νταρά λέιξιν
(μετάνιωσε γι’ αυτά πού τόσο καιρό έλεγε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άελφή μ', τα λακιρντία τα γιαγίρια τα είπα σε, πισμάνεψα τα
(Αδελφή μου, τις κακές κουβέντες που σου είπα τις μετάνιωσα)
Αξ.
-Παυλίδ.
Πουσ̑μανέψιν του μι τα πίταξιν
(Μετάνοιωσε που μου το έστειλε)
Φάρασ.
-Bağr.