πισσάρι
(ουσ. ουδ.)
πισσάρι
[pi'sari]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. πισσάριον = πίσσα.
Πίσσα
:
|| Παροιμ.
Έβγκαλάν ντα 'σ' το πισσάρι, βούτ'σαν ντα σο χατράνι
(Τον έβγαλαν από την πίσσα, τον βούτηξαν στο κατράμι˙ Επιδεινώθηκε η ήδη κακή κατάστασή του, πήγε από το κακό στο χειρότερο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.