ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πισσάρι (ουσ. ουδ.) πισσάρι [pi'sari] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. πισσάριον = πίσσα.
Πίσσα : || Παροιμ. Έβγκαλάν ντα 'σ' το πισσάρι, βούτ'σαν ντα σο χατράνι (Τον έβγαλαν από την πίσσα, τον βούτηξαν στο κατράμι˙ Επιδεινώθηκε η ήδη κακή κατάστασή του, πήγε από το κακό στο χειρότερο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.