ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πισσοκόλλι (ουσ.) π'σσεκόλλ’ [pseˈkoli] Αξ. πισσικόλλ' [pisiˈkol] Μαλακ. Από το πισσόκολλα (θ. πισσοκολλ-) και το παραγωγ. επίθμ. , με αποβολή του άτονου [i] της προπαραλ. και ανομ. [o-o > e-o].
Έμπλαστρο από ύφασμα βουτηγμένο στην πίσσα