πισσοκόλλι
(ουσ.)
π'σσεκόλλ'
[pseˈkoli]
Αξ.
Από το πισσόκολλα (θ. πισσοκολλ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ι, με αποβολή του άτονου [i] της προπαραλ. και ανομ. [o-o > e-o].
Έμπλαστρο από ύφασμα βουτηγμένο στην πίσσα