πιστικός
(ουσ. αρσ.)
πιστικός
[pistiˈkos]
Ανακ., Αραβ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ.
πισ̑τικός
[piʃtiˈkos]
Αξ., Μισθ.
π͑ιστικός
[pʰistiˈkos]
Μισθ.
μπισ̑τικός
[biʃtiˈkos]
Αξ.
Γεν. Εν.
πισ̑τικιού
[piʃtiˈcu]
Αξ.
Από το μεταγν. επίθ. πιστικός = πιστός, έμπιστος. Ο τύπ. μπιστικός μεσν.
1. Μπιστικός, μισθωτός τσοπάνος
ό.π.τ.
:
Βασ̑ιλιός τὄνα, ένα ζαμάν, έπεσεν ασ' το τάχτι τ’, γένεμ μπισ̑τικός
(ένας βασιλιάς μιά φορά έπεσε από τον θρόνο, έγινε μπιστικός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όπ’ τ ντρανά, πανdέχ̑’ και πισ̑τικός ’ναι
(όποιος τον βλέπει, νομίζει ότι είναι μπιστικός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα πατισ̑άχις είχιν ένα μπαιί, ξέβαλέν ντου πισ̑τικός
(ένας βασιλιάς είχε ένα παιδί, το έστειλε έξω ως βοσκό)
Μισθ.
-Dawk.
Χτηνιού πιστικός
(βοσκός αγελάδων)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Βγάλλισ̑καν ένα π͑ιστικό
(έβγαζαν ένα βοσκό˙ έβγαζαν ένα βοσκό, προσλάμβαναν έναν βοσκό για τις υποθέσεις όλης της γειτονιάς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πισ̑τικός έσ̑υρεν το ξ̑ύλο
(ο βοσκός πέταξε το ξύλο, δηλ. το ραβδί˙ παράτησε τη δουλειά του βοσκού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
π͑ιστικού μέρα
(η μέρα του βοσκού˙ η χρονιά του βοσκού που ξεκινούσε αρχές Μαρτίου και τελείωνε τέλη Νοεμβρίου και πιο συγκεκριμένα στην εορτή του Αγίου Ανδρέα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
τσομπάνος
2. Χωροφύλακας
Μισθ.
:
Να πάρου 'ου πισ̑τικό 'ντάμα μ'
(Θα πάρω μαζί μου το χωροφύλακα)
Μισθ.
-Φατ.