πιτζίκο
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
πιdζίκα
[pidzika]
Σινασσ.
πίτσικα
[ˈpitsika]
Σινασσ.
Πιθ. από την τουρκ. φρ. bebe becik = παιδί, απόγονος (Tietze 2016, λ. bebe) με παράλειψη του ουσ. bebe. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. becik, beçik, bicik και biçik = α) μοσχαράκι β) κατσικάκι γ) σκυλάκι (THADS, λ. biçik III). Δεν αποκλείεται και σύναψη με το μεσν. πιτζός = μικρόσωμος (LBG).
Στον πληθ., τα μικρά παιδιά