ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλακί (ουσ. ουδ.) πλακί [plaˈci] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ. φκαdζ̑ί [fkaˈdʒi] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. πλακίον, υποκορ. του πλάξ.
1. Επίπεδη πέτρα, πλάκα Ανακ., Δίλ., Φάρασ. : Καθούτουν σ’ φκαdζ̑ί πάνω (καθόταν σε μιά πέτρα επάνω) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Για πλακιά βάλλισ̑καμ' σο στήχι τ' για μαλλιά (Ή πλάκες ζεστές βάζαμε στο στήθος του, ενν. του αρρώστου, ή μάλλινα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Ασμ. Σο στόμα σ’ έβατζ̑ε φκαdζ̑ί
να μη βκάλ’ άπιστης καdζ̑ί
(Το στόμα σου έβαλε πλάκα
για να μην βγάλεις λόγια άπιστης )
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
2. Πήλινο κάλυμμα δοχείου Μαλακ., Σινασσ.
3. Είδος φαγητού με ψάρι Σινασσ.