πλανεύω
(ρ.)
πλανεύω
[plaˈnevo]
Μαλακ., Σινασσ.
Νεότ. ρ. πλανεύω το οπ. από μεσν. ρ. πλανέω (< αρχ. πλανάω-ῶ).
Δελεάζω, εξαπατώ
ό.π.τ.
:
Με τα καμώματά τ’ μ’ επλάνεψε
(με τα καμώματά του με εξαπάτησε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.