ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλαντάζω (ρ.) πλανdάζω [planˈdazo] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ. φκανdάζω [fkanˈdazo] Φάρασ. Εν. γ' φκανdάζ’ [fkanˈdaz] Φάρασ. Αόρ. φκάνdαξιν [ˈfkandaksin] Αφσάρ. Υποτ. πλανdάξει [planˈdaksi] Φερτάκ. πλανdάξ’ [planˈdaks] Μαλακ. Μεσν. ρ. πλαντάζω και πλαντῶ (Λεξ. Κριαρ.), το οπ από το αρχ. πλατάσσω = χτυπώ δύο επίπεδα αντικείμενα, με ηχηροπ. του μεσοφωνηεντικού [t] > [d]. Ο τύπ. φκανdάζω με τροπή [pl] > [pk] > [fk] βλ. Dawkins (1916: 158-159) και Ανδριώτης (1948: 31).
1. Πλαντάζω, σκάω Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ. : || Φρ. Δίψασα και πλάνταξα (δίψασα και έσκασα˙ δίψασα πολύ) Σινασσ. -Αρχέλ. Να σκάσ’ κι να πλανdάξ’ (να σκάσει και να πλαντάξει˙ ως αρά) Μαλακ. -Τζιούτζ.
2. Θυμώνω, ξεσπώ με οργή ή στεναχωριέμαι με κάποιον ό.π.τ. : Μη φκανdάζεις (μη θυμώνεις) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Φκάνταξα 'ς τον παπά τσ̑αι τρώω τη Σαρακοστή (Θύμωσα με τον παπά και τρώω την Σαρακοστή˙ Για όσους με το πείσμα τους βλάπτουν τον ίδιο τους τον εαυτό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Μτβ., κακοκαρδίζω κάποιον Φάρασ. : || Φρ. Νε την γκόρη του δίνει, νε το συμbεθερό φκανdάζει (Ούτε την κόρη του δίνει, ούτε τον συμπέθερο, κακοκαρδίζει˙ Για όσους καταφέρνουν με διπλωματία να τα έχουν καλά με όλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.