πλακούδα
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
φκακούδες
[fkaˈkuðes]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. πλακοῦς = α) άρτος β) σπόρος της μολόχας, με τροπή [pl] > [fk] (βλ. Dawkins 1916: 158- 159 και Ανδριώτης 1948: 31).
1. Πίτα
Φάρασ.
:
Νόμας φκακούδες να φάμε
(Δώσ' μας να φάμε πίτες)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Στραγάλι
Φάρασ.
:
Μο τα παράδε παίρκε φκακούδες
(με τα χρήματα αγόραζε στραγάλια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
καβουρμάς, λεμπλεμπί