ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλάτος (ουσ. αρσ.) πλάτος [ˈplatos] Ανακ., Αξ. πλάτους [ˈplatus] Μισθ. φκάτος [ˈfkatos] Φάρασ. Γεν. Εν. πλάτοζιου [platoˈzʝu] Αξ. Αρχ. ουσ. πλάτος. Για την τροπή [pl] > [fk] βλ. Dawkins (1916: 158- 159) και Ανδριώτης (1948: 31) .
Το φάρδος ό.π.τ. : || Ασμ. Ο Μάκρος πιάσε το σταυρό και ο Πλάτος την εικόνα (Ο Μάκρος έπιασε τον σταυρό και ο Πλάτος την εικόνα (άσμ. που τραγουδούσαν κατά τα Βαρτουβάρια, τον καππαδοκικό Κλήδωνα, στις 24 Ιουνίου)) Ανακ. -Κωστ.Α.