ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλατιάζω (ρ.) πλατσάζω [plaˈtsazo] Γούρδ. Αόρ. πλάτσασα [ˈplatsasa] Γούρδ. Από το επίθ. πλατύς και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ρ. πλατειάζω = χτυπώ με την πλατιά πλευρά του χεριού μου.
Πλαταίνω ό.π.τ. Συνών. πλατύνω
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025