πλατσιάζω
(ρ.)
πλατσάζω
[plaˈtsazo]
Γούρδ.
Αόρ.
πλάτσασα
[ˈplatsasa]
Γούρδ.
Από το επίθ. πλατύς και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ρ. πλατειάζω = χτυπώ με την πλατιά πλευρά του χεριού μου.