πλάστα
(ουσ. θηλ.)
πλάστα
[ˈplasta]
Σίλ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. πλάστης (Κωστάκης 1968: 61) με επίδρ. του μεσν. ἔμπλαστος = αλοιφή, έμπλαστρο, πβ. μεσν. λατιν. plastrum (< λατιν. emplastrum, πβ. μεταγν. ἔμπλαστρος, ἐμπλάστριος).
1. Πλάστης για ζύμη
Σίλ.
2. Έμπλαστρο
Σίλ., Φάρασ.