πλακί ( ουσ. ουδ.
)
πλακί
[plaˈci]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ.
φκαdζ̑ί
[fkaˈdʒi]
Φάρασ.
...
πλακιά
(ουσ. θηλ.)
φκατζ̑έ
[fkaˈdʒe]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. πλάκα και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Πλάκα