πιτσόκκο
(ουσ. ουδ.)
πιτζ̑όκκο
[pi'dʒoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. πίτσι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Αλητόπαιδο, παλιόπαιδο
Φάρασ.