ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιτυριά (ουσ. θηλ.) Πληθ. πιτυριές [pitiˈrʝes] Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. πίτυρον = α) πίτουρο β) δερματικό εξάνθημα ειδικά στο κεφάλι, ουλή, γ) ίζημα στα ούρα και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Στον πληθ., κόκκινα στίγματα στο πρόσωπο
Τροποποιήθηκε: 29/05/2025