πιτυριά
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
πιτυριές
[pitiˈrʝes]
Μαλακ.
Από το αρχ. ουσ. πίτυρον = α) πίτουρο β) δερματικό εξάνθημα ειδικά στο κεφάλι, ουλή, γ) ίζημα στα ούρα και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Στον πληθ., κόκκινα στίγματα στο πρόσωπο