ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίτσι (ουσ. ουδ.) πίτσ̑ι [ˈpitʃi] Ανακ., Φάρασ. πίτσ̑’ [pitʃ] Μαλακ., Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. piç = νόθο παιδί.
Νόθο παιδί ό.π.τ. : || Φρ. Μανά, ένα πίτσ̑ι πάλι έρριψαν (Αχ, ένα νόθο πέταξαν πάλι˙ Λεγόταν όταν έπεφτε χαλάζι ή φυσούσε πολύ δυνατά, κυρίως την Μεγάλη Σαρακοστή) Ανακ. -Κωστ.Α.