πίτσι
(ουσ. ουδ.)
πίτσ̑ι
[ˈpitʃi]
Ανακ., Φάρασ.
πίτσ̑’
[pitʃ]
Μαλακ., Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. piç = νόθο παιδί.
Νόθο παιδί
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Μανά, ένα πίτσ̑ι πάλι έρριψαν
(Αχ, ένα νόθο πέταξαν πάλι˙ Λεγόταν όταν έπεφτε χαλάζι ή φυσούσε πολύ δυνατά, κυρίως την Μεγάλη Σαρακοστή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.