πιτάζω
(ρ.)
πιτάζω
[piˈtazo]
Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ.
Παρατατ.
πίταζα
[ˈpitaza]
Μισθ.
πίτανgα
[ˈpitaŋga]
Φάρασ.
πιτάσκα
[piˈtaska]
Φάρασ.
Αόρ.
πίταξα
[ˈpitaksa]
Αφσάρ., Κίσκ., Ποτάμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
πίdαξα
[ˈpidaksa]
Φάρασ.
Υποτ.
πιτάκω
[piˈtako]
Κίσκ., Φάρασ.
πιτάξω
[piˈtakso]
Σινασσ., Φάρασ.
Προστ. Εν.
πιτάκ'
[piˈtak]
Κίσκ., Φάρασ.
Πληθ.
πιτάξετε
[piˈtaksete]
Κίσκ., Φάρασ.
Μτχ.
πιταγμένο
[pitaɣˈmeno]
Κίσκ., Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ἐπιτάσσω = διατάζω, αναθέτω την αρχηγία σε κάποιον, με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. Πβ. ποντ. απιτάζω.
1. Στέλνω
ό.π.τ.
:
Απιδέ πιτάζω αμ παλληκάρι να 'ρτει
(Από εδώ στέλνω ένα παλληκάρι να έρθει (σε σας εκεί))
Φάρασ.
-Dawk.
Σάμου δίκους τζαντζία, δίκους μαχαιριού τζαι δίχους ταγαρτζόχου πιτάνgα σας, τζάπι παγιένκετε, βρεσκίνκετε α λειψάδι;
(Όταν σας έστειλα χωρίς χρήματα, χωρίς μαχαίρι και χωρίς ταξιδιωτικό σακκίδιο, καθώς πηγαίνατε, σας έλειπε κάτι;)
Φάρασ.
-Lag.
Το παιδί πίταξεν χαbάρ'
(Το αγόρι έστειλε μήνυμα)
Ποτάμ.
-Dawk.
Συ, ω νταdά βασιλέ, συ πίταξές τα ατέ το παλληκάρι, να κόψωμε το τζ̑ουφάλιν ντου. 'γώ πάλι ήγρεψα ντα το φσ̑άχι, πήρα τα. Αμά, ω νταdά, σο κ̒ουσούρ' μη γρεύ'
(Εσύ, βασιλιά πατέρα μου, έστειλες αυτό το παλληκάρι, για να του κόψουμε το κεφάλι αλλά εγώ είδα το αγόρι και το παντρεύτηκα. Αλλά, πατέρα, μην κοιτάς για το λάθος)
Φάρασ.
-Dawk.
Πίταξαν μις σο Χαϊdζ̑ίνι σον τοχτόρη
(Μας έστειλαν στο Χαϊτζίν στον γιατρό)
Κίσκ.
-Dawk.
τζ̑ο πόρ'κα αρέ να παρακαλέσω ασ' τα δώδεκα γιανκλές περ'σσά ανgελίτζα πιτάξει;
(Δεν θα μπορούσα να παρακαλέσω (τον ουράνιο Πατέρα μου) να στείλει περισσότερες από 12 λεγεώνες αγγέλων;)
Φάρασ.
-Lag.
'Α μας πιτάκ
(Θα μας στείλεις)
Φάρασ.
-Dawk.
Αν θέλεις το παιδί σου νε γενεί καλά, να τον πιτάξεις μοναχό τ', να πάγει να βρ' την τύχη τ'
(Αν θέλεις το παιδί σου να γίνει καλά, να το στείλεις μοναχό του, να πάει να βρει την τύχη του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πιτάξετε νομάτοι να νάβρουνε τον ύπνο μου
(Στείλτε ανθρώπους να ερμηνεύσουν το όνειρό μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτε 'στέρου 'σ' το Θεό πιταγμένο α γερόκ-κος
(Ήρθε ύστερα ένα γεράκος σταλμένος απ' τον Θεό)
Φάρασ.
-Dawk.
Πίdαξεν δύο φίδε να σκοτώσουνε τον αβτζ̑ή-Μουράτη
(Έστειλε δύο φίδια να σκοτώσουνε τον κυνηγό Μουράτ)
Φάρασ.
-Dawk.
Τίνα πώς 'α πιτακ;
(Τι θα σε στείλεις σε ποιον;)
Φάρασ.
-Bağr.
Μένα τα πίταξιν
(Σε μένα τα έστειλε)
Φάρασ.
-Bağr.
|| Ασμ.
Σήμουρου ’όρτη ’ορτάζουμ’
τσ̑αι ση Παναϊά δώρον πιτάζουμ’
(Σήμερα γιορτή γιορτάζουμε και στη Παναγία δώρο στέλνουμε) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. βέμπω, γιολαντίζω, σαλντώ
τσ̑αι ση Παναϊά δώρον πιτάζουμ’
(Σήμερα γιορτή γιορτάζουμε και στη Παναγία δώρο στέλνουμε) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. βέμπω, γιολαντίζω, σαλντώ
2. Διατάζω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
'πίταξαν τον από, 'πίταξεν τσ̑αι ο απός το βράδι του
(Διέταξαν την αλεπού, διέταξε και η αλεπού την ουρά της˙ Εγώ το είπα στο σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του· για μετάθεση ευθυνών)
-Κελεκ.
Συνών.
ορίζω, τεμπεχλετίζω, μπουγιουρντίζω
3. Πετώ, ρίχνω
Μισθ.
:
Πίταζεν λερό
(πετούσε νερό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πίταζαν παράια σουν κόσμου
(πετούσαν χρήματα στον κόσμο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.