πιστεμένος
(επίθ.)
Θηλ.
πιστεμένη
[pisteˈmeni]
Σινασσ.
Μεσν. μπιστεμένος από το ἐμπιστε(υ)μένος μτχ. παθ. πρκ. του ρ. ἐμπιστεύω/-ομαι = εμπιστεύομαι. Πβ. νεότ. επίρρ. πιστεμένα = πιστά, με αφοσίωση (Mackridge 2021: 47).
Έμπιστος
Συνών.
ακριβός