ακριβός
(επίθ.)
ακριβός
[akriˈvos]
Φάρασ.
Μεσν. επίθ. ἀκριβός.
Πιστός, έμπιστος
:
'πνώνκανε μο ντη ναίκα σου· ακριβά καμούσανdε
(Κοιμούνταν με την γυναίκα σου· καμώνονταν ότι ήταν πιστοί)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
πιστεμένος