ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακριβός (επίθ.) ακριβός [akriˈvos] Φάρασ. Μεσν. επίθ. ἀκριβός.
Πιστός, έμπιστος : 'πνώνκανε μο ντη ναίκα σου· ακριβά καμούσανdε (Κοιμούνταν με την γυναίκα σου· καμώνονταν ότι ήταν πιστοί) Φάρασ. -Dawk. Συνών. πιστεμένος